παληκαρισμός

παληκαρισμός
ο
βλ. παλληκαρισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παλληκαρισμός — και παληκαρισμός και παλικαρισμός, ο 1. επίδειξη παληκαριάς 2. στον πληθ. οι παλ(λ)ηκαρισμοί και παλικαρισμοί κατορθώματα παληκαρά, παληκαριές, πράξεις για επίδειξη ανδρείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλληκάρι* + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”